παραναδυομαι

παραναδυομαι
    παραναδύομαι
    παρ-αναδύομαι
    (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать
    

(ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παραναδυομαι" в других словарях:

  • παραναδύομαι — ΜΑ [αναδύομαι] αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • παραναδυόμενοι — παραναδύομαι creep pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»